πρωτογεννώ

πρωτογεννώ
πρωτογεννῶ, -άω, ΝΑ
νεοελλ.
(για πρόσ. και ζώα) γεννώ για πρώτη φορά
αρχ.
ρίχνω κάτι πρώτος, πρωτοβολῶ. *
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + γεννῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτογεννώ — για ανθρώπους και ζώα, γεννώ πρώτη φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογέννημα — το, ΝΜΑ, και πρωτογένημα Α [πρωτογεννῶ] 1. το πρώτο γέννημα 2. συν. στον πληθ. τα πρωτογεννήματα πρώιμοι καρποί που προσφέρονται από τους Εβραίους ως θυσία στον θεό κατά την εορτή τής Πεντηκοστής κατά την οποία αγιάζονται οι καρποί τής γης …   Dictionary of Greek

  • πρωτογέννητος — η, ο / πρωτογέννητος, ον, ΝΜΑ [πρωτογεννῶ] αυτός που γεννήθηκε πρώτος, ο πρωτότοκος …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγεννος — η, ο, Ν [πρωτογεννῶ] 1. αυτός που γεννά για πρώτη φορά 2. το θηλ. ως ουσ. η πρωτόγεννη θηλυκό θηλαστικό που γεννάει για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”